- πνευματῶ
- πνευματόωturn into vapourpres subj act 1st sgπνευματόωturn into vapourpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνευματώ — όω, Α [πνεύμα, ατος] 1. μεταβάλλω κάτι σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω 2. προκαλώ φούσκωμα 3. φουσκώνω 4. έχω άσθμα 5. (για ανέμους) αναταράσσω, ανακατώνω, προκαλώ ταραχή 6. παθ. α) εξαερώνομαι, εξατμίζομαι («τὸ σπέρμα τῆς γονῆς διαλύεται καὶ… … Dictionary of Greek
πνευμάτωση — η / πνευμάτωσις, ώσεως, ΝΜΑ ιατρ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την άθροιση αέρα ή αερίων στις φυσικές κοιλότητες, στα ὁργανα ή στους ιστούς τού σώματος (νεοεολλ.) φρ. «κυστική πνευμάτωση τού μεσεντερίου» αλλοίωση που χαρακτηρίζεται… … Dictionary of Greek
πνευματωτικός — ή, όν, Α [πνευματώ] αυτός που μπορεί να προκαλέσει φύσα, φούσκωμα, να παραγάγει αέρια … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek